Λατέρνα…αρχόντισσα, αλήτισσα και ζητιάνα

Η Λατέρνα είναι ένα μουσικό όργανο που παράγει μουσική με ένα περιστρεφόμενο κύλινδρο με καρφιά, όπου το κάθε ένα από αυτά είναι και μία νότα. Χρειάζεται 800 περίπου ώρες για να δημιουργηθεί και 7000 καρφιά για τα 9 τραγούδια που παίζει.
Στα Αρχαία Χρόνια και ειδικότερα τον 1ο αιώνα π.Χ. αναφέρονται για πρώτη φορά από τον μηχανικό και γεωμέτρη Ήρωνα από την Αλεξάνδρεια, οι πρώτες αυτόματες μουσικές κατασκευές.
Η πρώτη ελληνική λατέρνα δημιουργήθηκε γύρω στα 1880. Τότε η συνεργασία του Έλληνα Ιωσήφ Αρμάου και του Ιταλού Jugepe Turconi απέφερε την λατέρνα.
Μεσουράνησε για πάνω από 80 χρόνια, αρχίζοντας από το 1850 στις τότε ελληνικές κοινότητες των αστικών κέντρων και γέμισε τον κόσμο με μουσική – σε μια εποχή που δεν υπήρχε ραδιόφωνο, γραμμόφωνο, τηλεόραση… τίποτα.
Κυρίως στη Κωνσταντινούπολη, Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη, Κάιρο, Αλεξάνδρεια, Σμύρνη, Βουκουρέστι κλπ, με τεχνίτες Έλληνες και αρκετούς Αρμένιους, που έγραψαν Ελληνική και Ευρωπαϊκή μουσική.
Στην Κωνσταντινούπολη ήταν “αρχόντισσα και κυρά” σύμφωνα με τη Ζάννα Αρμάου.
Βασίλευε στα πολυτελή εστιατόρια του Βοσπόρου, τότε που ο ελληνισμός της Πόλης ζούσε τη “χρυσή του εποχή”.

Όλα τα μεγάλα κέντρα και τα πλουσιόσπιτα της Πόλης και της Μικράς Ασίας, είχαν τις δικές τους λατέρνες.

Δεν γινόταν γάμος ή χορός ή άλλη γιορτή χωρίς λατέρνα που να παίζει μέχρι το πρωί.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στις αρχές του 20ου αιώνα υπήρχαν γύρω στις 5.000 λατέρνες στην Κωνσταντινούπολη, Αθήνα και Πειραιά, ένας αριθμός εντυπωσιακός, γατί σε σχέση με τον τότε πληθυσμό είχε την ίδια πυκνότητα ανά κάτοικο που έχουν σήμερα τα πιάνα.
Γράφτηκαν σ αυτήν τραγούδια Σμυρναίικα, δημοτικά, ρεμπέτικα, κανταδόρικα.
Εθνικά εμβατήρια , ακόμη και πόλκες, μαζούρκες, βαλσάκια και ταγκό.
Στην εποχή της δόξας της, προπολεμικά, κυκλοφορούσαν στην Κωνσταντινούπολη και στην Ελλάδα περίπου πέντε χιλιάδες όργανα (έτσι αποκαλούσαν τις λατέρνες οι λατερνατζήδες). Πριν την εμφάνιση του φωνογράφου και του ραδιοφώνου το καλύτερο μέσον ψυχαγωγίας, αλλά και το κυριότερο μέσον διάδοσης των νέων τραγουδιών ήταν η Λατέρνα. Κάθε νέο τραγούδι γινόταν επιτυχία μετά το «σταμπάρισμα» του στον κύλινδρο. Επίσης χρησιμοποιείτο για να ντύνει με μουσική τις εικόνες του βωβού κινηματογράφου.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή η Ελλάδα περνάει δύσκολα χρόνια. Δεν υπάρχουν πολυτελή εστιατόρια για να φιλοξενήσουν τη λατέρνα. Έτσι αυτή αναγκαστικά βγαίνει στο δρόμο, στη «ζητιανιά», όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο Ιούλιος Αρμάος στις συνεντεύξεις του. Βέβαια είναι μια γλυκιά, μια τρυφερή, μια γλυκόλαλη ζητιάνα. Όσοι τη γνώρισαν τη θυμούνται με νοσταλγία να περνάει από τα στενά δρομάκια της πλάκας σκορπίζοντας γύρω το μελωδικό της κελάηδημα.
Η εξάπλωση του φωνογράφου, του ραδιοφώνου, του τζουκ-μποξ, την παραγκωνίζουν σαν μέσο διασκέδασης του κοινού.

Η εμφάνιση του ομιλούντος κινηματογράφου της αφαιρεί έναν ακόμη ρόλο.

Τέλος η στενή επαφή της με το ρεμπέτικο τραγούδι και η είσοδος της σε καταγώγια τη φέρνουν σε σύγκρουση με το κατεστημένο και την περιθωριοποιούν. Η δικτατορία του Μεταξά απαγορεύει το ρεμπέτικο και μαζί μ’ αυτό θέτει «εκτός νόμου» και τη Λατέρνα. Τα όργανα μαζεύονται από το δρόμο, αποσύρονται στις αποθήκες, παροπλίζονται.

Το φιλί της ζωής για τη Λατέρνα που ξεψυχάει θα το δώσει ο κινηματογράφος, που την είχε υποστηρίξει και στο παρελθόν, δια χειρός Φιλοποίμενος Φίνου αυτή τη φορά. Γυρίζει δύο ταινίες όπου πρωταγωνιστεί η Λατέρνα: το «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» το 1955 και το «Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο» το 1957, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Αλέκου Σακελάριου με τους Αυλωνίτη, Φωτόπουλο, Καρέζη, Αλεξανδράκη. Η υπέροχη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι τυπωμένη στον κύλινδρο από το Νίκο Αρμάο ενθουσιάζει τον κόσμο. Η Λατέρνα γίνεται μόδα. Όσοι μπορούν να πληρώσουν παίρνουν ένα όργανο στο σπίτι. Όλοι σχεδόν οι μεγάλοι συνθέτες, όπως ο Θεοδωράκης, ο Ξαρχάκος, ο Μαρκόπουλος, ο Πλέσσας χρησιμοποιούν τον ήχο της για να ντύσουν τα τραγούδια τους. Η Λατέρνα μπαίνει στο soundtrack κι άλλων ταινιών, όπως το «Ποτέ την Κυριακή», τα «Τα κόκκινα φανάρια», ακόμα και ξένων παραγωγών όπως το «Απόδραση στην Αθήνα». Όμως οι μέρες της μεγάλης δόξας έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Με τη χούντα μάλιστα έρχονται και νέες περιπέτειες για τους περιπλανώμενους οργανοπαίκτες που οδηγούνται στα κρατητήρια με την κατηγορία της επαιτείας.


Σήμερα στην περιοχή της Αττικής υπάρχουν λιγότερα από 10 περιπλανώμενα όργανα και ίσως να υπάρχουν και άλλα τόσα στην υπόλοιπη Ελλάδα. Οι λατέρνες πλέον αποτελούν συλλεκτικά κομμάτια. Κάποιες κοσμούν ιδιωτικές συλλογές στην Ευρώπη και την Αμερική. Υπάρχει και μια στο Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων στην Πλάκα, όπου εκτίθεται η συλλογή μουσικών οργάνων του Φοίβου Ανωγειανάκη.
Δεν είναι υπερβολικό να πούμε ότι ένα σοβαρό κομμάτι από τη μουσική μας κληρονομιά είναι επηρεασμένο από τα ακούσματα και τις τεχνικές δυνατότητες αυτού του οργάνου.